θυγατρογόνος

θυγατρογόνος
θῠγατρο-γόνος, ον,
A begetting or bearing daughters, ib.7.212, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυγατρογόνος — θυγατρογόνος, ον (Α) αυτός που γεννά θυγατέρες, κόρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, δρυο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρογόνοιο — θυγατρογόνος begetting masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρογόνου — θυγατρογόνος begetting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρογόνῳ — θυγατρογόνος begetting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”